Προβληματισμοί



Αποσπάσματα από "κοσμοθεωρητικά ζητήματα της ανάπτυξης των υπολογιστών"

     

Οι υπολογιστές κάνουν δυνατή τη γρήγορη και αποδοτική αποθήκευση, επεξεργασία και μετάδοση τεράστιων ρευμάτων πληροφοριών
         Η διάδοση των υπολογιστών εξαρτάται τόσο από το ενδιαφέρον ενός πλατιού κύκλου ανθρώπων για τη χρήση τους, όσο και από τη διαθεσιμότητα των υπολογιστών.
      Χαρακτηριστικό των τεχνικών μερών τέτοιων συστημάτων είναι το ότι κατευθύνουν λειτουργίες ανταλλαγής ενέργειας και ύλης. Αυτό που αντικειμενοποιείται είναι βασικές ενεργειακές και υλικές λειτουργίες της ανθρώπινης δραστηριότητας.
      Ένα σημαντικό αποτέλεσμα είναι ότι παραμερίζεται ένας μέχρι τώρα εσωτερικός περιορισμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλ. η απόλυτη σύνδεση  των προϊόντων παραγωγής με την ψυχική  και πνευματική  δύναμη του παραγωγού.
        Οι πληροφοριακές λειτουργίες, που μέχρι τώρα ανήκαν σχεδόν αποκλειστικά  στην ανθρώπινη δραστηριότητα, μεταφέρονται στη μηχανή ή τουλάχιστον μοιράζονται μ’  αυτήν. Χωρίς αμφιβολία όμως θα απομένουν πάντοτε ορισμένες πληροφοριακές πλευρές μιας τεχνολογικής διαδικασίας που θα εινα τομέας κυριαρχίας του ανθρώπου. Στον τομέα αυτό ανήκουν ιδιαίτερα ο καθορισμός των στόχων όπως και η άσκηση λειτουργιών ελέγχου για την πραγματοποίηση ανθρώπινων σκοπών. Αυτό προκύπτει  από το στοιχειώδες γεγονός ότι η συνολική διαδικασία, στην οποία δρουν μαζί ο άνθρωπος και η τεχνική είναι  υποταγμένη μόνο σε ανθρώπινους, και αυτό σημαίνει κοινωνικούς, σκοπούς.
      Ισχύει η αρχή  ότι δεν πρέπει να αφήνουμε στον άνθρωπο τις λειτουργίες που περισσεύουν από την αυτοματοποίηση, αλλά αντίθετα να δίνονται στις μηχανές οι λειτουργίες που είναι ανεπιθύμητες και δυσάρεστες για τους ανθρώπους.
        Ο άνθρωπος στη σχέση ανθρώπου –μηχανής έρχεται προοπτικά στην ιδιόμορφη θέση να μην πρέπει πια να εξισορροπεί  με τις φυσικές και ψυχικές του δυνάμεις τις ατέλειες της μηχανής, ούτε να είναι εξαρτημένος από το ρυθμό λειτουργίας της, αλλά μέσα από  αυτήν και με αυτήν να μπορεί να ολοκληρώσει τα ιδιαίτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, να γίνει από υπηρέτης πραγματικός κυρίαρχος της μηχανής.  (...)
      Mε τους υπολογιστές στη συνολική διαδικασία των δημιουργικών δραστηριοτήτων, τα μερίδιο και το περιεχόμενο των εργασιών ρουτίνας αλλάζει. Αυτό που είναι σήμερα δημιουργική δουλειά, μπορεί  ήδη αύριο να είναι κατά το μεγαλύτερο μέρους του ρουτίνα και να έχει γίνει προσιτό στην τυποποίηση και στην αλγοριθμοποίηση. (...)
       Είναι απαραίτητη η συνειδητή διαμόρφωση των στοιχείων ρουτίνας στις δημιουργικές πνευματικές δραστηριότητες. Από τη μια μεριά, για να αποφασιστεί ποιες εργασίες πρέπει να μεταφερθούν στον υπολογιστή, για διάφορους λόγους, όπως για να λείψει η μονοτονία από αυτή τη δραστηριότητα, και από την άλλη, για να εξασφαλιστεί ότι οι εργασίες ρουτίνας που απομένουν στον άνθρωπο, ή οι νέες που δημιουργούνται, θα εξασκούν μια θετική επίδραση στις δημιουργικές του δυνάμεις. 
         Η δημιουργική εργασία ευνοείται από το ότι ο υπολογιστής συνηθίζει το χρήστη στην ακριβή διατύπωση των καθηκόντων και στην αποφυγή κάθε γλωσσικής ασάφειας.
        Η δημιουργικότητα είναι συγχρόνως έκφραση και αποτέλεσμα των σχέσεων στις οποίες βρίσκονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Μη δημιουργικές δραστηριότητες οι οποίες υπήρχαν μέχρι τώρα, εξαφανίζονται ή εμπλουτίζονται με δημιουργικά στοιχεία, αλλά μπορούν να εμφανιστούν και αλλαγές προς την αντίθετη κατεύθυνση. (...)
       Σε μια κατασκευαστική διαδικασία συμβατικού είδους, το δημιουργικό περιεχόμενο της εργασίας συγκεντρώνεται στη δραστηριότητα των μελετητών και των κατασκευαστών με τη στενή έννοια. Οι κατασκευαστές των επιμέρους τμημάτων, οι τεχνικοί  σχεδιαστές και οι άλλοι βοηθητικοί εργαζόμενοι  κάνουν κυρίως μονότονη εργασία ρουτίνας. Κατά ένα μεγάλο μέρος αυτές οι δραστηριότητες συνενώνονται και μεταφέρονται στον υπολογιστή. 
        Μετά το κλείσιμο της φάσης εκπαίδευσης και την εμφάνιση της ρουτίνας, πράγμα που στην αρχή θεωρήθηκε θετικό, δημιουργήθηκε αυξανόμενη μονοτονία στην εργασία. Όταν γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα της ρουτίνας σε μια σειρά από δραστηριότητες, μ΄ αυτό δεν εννοείται τόσο η αβίαστη ρουτίνα, αυτή που εμφανίζεται τυχαία, αλλά αυτή που δημιουργείται συνειδητά, η επιθυμητή, που επηρεάζει θετικά τη συνολική δημιουργική διαδικασία. Αυτό πάλι είναι κάτι που πρέπει να οργανωθεί ποιοτικά και όχι να προσδιοριστεί  απλώς ποσοτικά. Π.χ. ο άνθρωπος πρέπει κατά πρώτο λόγο να απαλλάσσεται από απαιτήσεις απομνημόνευσης, όχι όμως και από γνωστικές λειτουργίες επεξεργασίας, ακόμα και περίπλοκες, οι οποίες παρά το χαρακτήρα ρουτίνας που έχουν επιδρούν θετικά στη στάση απέναντι στην εργασία και ενεργοποιούν τον άνθρωπο.(...)
         Η νοήμων τεχνική που ευνοεί τη δημιουργικότητα πρέπει να διακρίνεται από ευελιξία. Λύσεις που έχουν εφαρμοστεί  στην πράξη στο διάλογο ανθρώπου –μηχανής (παράδειγμα το μενού, (μια σειρά υποπρογραμμάτων που μπορούν να κληθούν και ξεχωριστά) που παίρνουν υπόψη την αυξανόμενη ικανότητα του χρήστη να χειρίζεται το σύστημα, βρίσκονται σ΄ αυτή την κατεύθυνση. Μ΄ αυτό φτάνουμε στο κεντρικό πρόβλημα της μεταφοράς ενεργειών ρουτίνας σε τεχνικά μέσα, δηλ στο πρόβλημα της κατεύθυνσης  και του τρόπου μεταφοράς. Γίνεται η μεταφορά από την οπτική γωνία του ανθρώπου, του χρήστη, ή από την οπτική γωνία της αυτοματοποίησης, της μηχανικής επεξεργασίας πληροφοριών; Με την ευκαιρία, πρέπει επίσης να παρθεί η απόφαση αν θα δοθούν ή όχι στον υπολογιστή δραστηριότητες ρουτίνας, οι οποίες είναι μεν εύκολο να αυτοματοποιηθούν, αλλά ταυτόχρονα επιδρούν στον άνθρωπο έτσι που να ευνοούν τη δημιουργικότητα, για παράδειγμα μόνο και μόνο γιατί τις θεωρεί διασκεδαστικές και έτσι δεν  τον επιβαρύνουν.
          Η εργασία υποστηριζόμενη από τον υπολογιστή αποτελεί, όπως πάντα, ένα δεσμό του ανθρώπου με το τεχνικό σύστημα, ακόμα και αν σε σχέση με τον κλασικό εξοπλισμό πρόκειται για έναν ελαστικότερο δεσμό. Π.χ. μέσα από τον υπολογιστή, το άτομο δεν αποκτά μόνο πρόσβαση σε ένα λίγο-πολύ μεγάλο μέρος κοινωνικής γνώσης και εμπειρίας, αλλά συγχρόνως του μεταδίδονται πρότυπα δράσης. Ανάλογα με την ποιότητα των προτύπων δράσης που είναι ενσωματωμένα στα προγράμματα, μπορεί ο χώρος δράσης να διευρυνθεί η να περιοριστεί.
         Σε μια κοινωνία στην οποία ο βασικός οικονομικός νόμος είναι η πραγματοποίηση του μεγίστου κέρδους, και στις δραστηριότητες που υποστηρίζονται από υπολογιστές μένει σε τελευταία ανάλυση τόσος ελεύθερος χώρος για την ανθρώπινη δημιουργικότητα, όσος εξυπηρετεί τη μεγιστοποίηση του κέρδους η τουλάχιστον δεν την εμποδίζει. Τα ίδια όμως  συμφέροντα αξιοποίησης δημιουργούν συστήματα που προάγουν τη δημιουργικότητα αλλά και τα βάζουν σε χρήση με τέτοιο τρόπο που να συντρίβουν τις δημιουργικές δυνάμεις των εργαζομένων. Με τον καταμερισμό εργασίας ο οποίος επιδείχτηκε, επιτυγχάνεται συνειδητή αποσύνδεση του δημιουργικού αρχικατασκευαστή, ο οποίος επεξεργάζεται τη μελέτη και παίρνει όλες τις ουσιαστικές αποφάσεις επιλογής, από τους βοηθητικούς κατασκευαστές που τον υποστηρίζουν. Αυτοί πρέπει να εκτελούν ένα μεγάλο μέρος εργασιών ρουτίνας, που θα μπορούσαν πολύ γρήγορα να αποκτήσουν το χαρακτήρα μονοτονίας, τέτοιας που να νεκρώνει τη δημιουργικότητα.
       Ο υπολογιστής μπορεί να γίνει  εργαλείο  της προσωπικής αυτοανάπτυξης και αυτοπραγμάτωσης, μέσο εργασίας που υπηρετεί την ενεργοποίηση και εκπαίδευση των ικανοτήτων του ανθρώπου που έχουν μείνει καθυστερημένες. Ο συγκεκριμένο καταμερισμός λειτουργιών ανάμεσα στον άνθρωπο και το υπολογιστή πρέπει λοιπόν να είναι έτσι οργανωμένη, ώστε να προσφέρονται πλούσιες δυνατότητες για την εύρεση και χρησιμοποίηση ατομικών μεθόδων δημιουργικής δραστηριότητας.
        Η τεχνητή νοημοσύνη έχει την τάση να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από ανθρωπομορφικά σχήματα και ότι θα βρίσκεται πάντα πιο κοντά σε κάθε άλλη τεχνική από ό τι στον άνθρωπο. Το πιο ισχυρό τους επιχείρημα ήταν η αναφορά στην ύπαρξη  ανθρώπινης αυτοσυνείδησης και σύνδεσης ανάμεσα στην ατομική  και στην κοινωνικής συνείδηση.
Το βασικό ερώτημα αν ένα συγκεκριμένο  καθήκον της δραστηριότητας του ανθρώπου μπορεί να εκπληρωθεί με ένα πρόγραμμα υπολογιστή.
         Ως νοημοσύνη μπορεί να οριστεί και η πολύπλοκη σύνθετη ιδιότητα συμπεριφοράς του ανθρώπου, η οποία συνδέει και φέρνει σε αλληλεπίδραση πολλές ξεχωριστές ικανότητες, και μ΄ αυτό τον τρόπο γίνεται  χαρακτηριστικό  της ποιότητας της σκέψης του ανθρώπου με την οποία αυτός κατανοεί και εξαιτίας αυτής δρα.(...)
       Μπορούμε να φανταστούμε  ότι θα πραγματοποιήσουμε πληροφοριακές διαδικασίες στον υπολογιστή με τρόπο παρόμοιο με αυτόν  που χρησιμοποιεί το ανθρώπινο πρότυπό τους. Ωστόσο δημιουργούνται τεχνητά αντικείμενα, φτιαγμένα σκόπιμα για να λειτουργούν σαν μέσα για μια δραστηριότητα. Το τι είναι κάθε φορά δυνατό  να γίνει θα προσδιορίζεται από το τι μπορούν να χειριστούν οι άνθρωποι πρακτικά και από άποψη γνώσεων σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή και από το αν υπάρχουν οι συνθήκες για το χειρισμό τους. Το τι θα πραγματοποιηθεί το προσδιορίζουν οι κοινωνικές αναγκαιότητες και ανάγκες.   Διαμόρφωση προσομοίωση και κατασκευή μοντέλων (...)
         Διαδικασίες ρουτίνας μπορούν σήμερα να μεταφερθούν στον υπολογιστή. Είναι όμως πολύ πιθανόν χθές ακόμη αυτές οι διαδικασίες να ήταν μια πρωτότυπη πνευματική επίδοση με πολλά στοιχεία έμπνευσης, η οποία δεν επιδεχόταν καταρχήν καμιά εξήγηση. Η επανειλημμένη εκτέλεση αυτών των ενεργειών άφησε να φανεί ο μηχανισμός και ο αλγοριθμός του.
        Ο υπολογιστής θα είναι πάντα «δημιουργικός» για τον άνθρωπο, ποτέ για δικό του λογαριασμό.
     Η δημιουργική συμπεριφορά εξαρτάται από τα κίνητρα, τα οποία είναι αποτέλεσμα των αναγκών του οργανισμού, των αναγκών κοινωνικού προσανατολισμού, με τις παραλλαγές τους (γνωστικά ενδιαφέροντα, επιθυμίες και επιδιώξεις για δράση) των κοινωνικών απαιτήσεων και μέσω αυτών από ευρύτατες κοινωνικές παραστάσεις αξιών. Ο υπολογιστής σαν μές εξυπηρετεί τη διεύρυνση των δυνατοτήτων του ανθρώπου και μ΄ αυτή την έννοια δεν είναι αυτοσκοπός


  Λ. Στρίμπινγκ - Κ. Τσένκερ:  "Με το μυαλό και το κομπιούτερ" , εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1989




 Αρθρο εφημερίδας


ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΕΓΚΡΕΠΟΝΤΕ
«H Ελλάδα θα μπορούσε να αναλάβει την παγκοσμιοποίηση της πληροφορικής»

«Το μόνο που χρειάζεται πια ο κόσμος μας είναι να δώσουμε σε κάθε παιδί έναν φορητό υπολογιστή» υπογραμμίζει ο ιδρυτής και πρόεδρος του περίφημου Media Lab του MIT, ο οποίος θα είναι βασικός ομιλητής στο Παγκόσμιο Συνέδριο Πληροφορικής (19-21 Μαΐου) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
ΤΑΣΟΣ ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ 

       Ο ιδρυτής και πρόεδρος του MIT Media Lab αναγνωρίζεται διεθνώς ως μέντωρ της τεχνολογίας. Είναι αυτός που γνωρίζει την όψη τού αύριο, αυτός που διαμορφώνει όσο λίγοι στον πλανήτη αυτή την όψη. Ταυτόχρονα, ο γιος του χιώτη ναυάρχου Δημήτρη Νεγκρεπόντε και της Σπαρτιάτισσας Κατερίνας Κουμαντάρου είναι Ελληνας όσο λίγοι: πολίτης του κόσμου και «της ημετέρας παιδείας μετέχων», ηγείται σταυροφορίας προκειμένου όλα τα παιδιά της Γης να αποκτήσουν πρόσβαση στην πληροφορική και στο Διαδίκτυο. Πρεσβεύει ότι η οικουμενικοποίηση της γνώσης είναι αυτή που θα φέρει την ευημερία και την ειρήνη στον κόσμο μας. Δεξί του χέρι σ' αυτή την πολύχρονη εκστρατεία έχει τον γιο του, Δημήτρη, εκδότη του διακεκριμένου αμερικανικού περιοδικού νέων τεχνολογιών «WiReD». 
     Ο Νίκολας Νεγκρεπόντε (φωτογραφία δεξιά) σπούδασε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (το περίφημο MIT) και ξεκίνησε το 1966 την ακαδημαϊκή καριέρα του σε αυτό, ως καθηγητής Σχεδιασμού μέσω H/Y. Το 1980 ίδρυσε το Εργαστήριο Μέσων (Media Lab), το οποίο εξελίχθηκε γοργά στο σημαντικότερο κέντρο έρευνας και ανάπτυξης μέσων επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και των μηχανών (φωτογραφία επάνω). Συνέγραψε βιβλία για την έλευση της νέας εποχής, με γνωστότερο το «Being Digital» (1995), που μεταφράστηκε σε πάνω από 40 γλώσσες. Πριν από λίγα χρόνια ίδρυσε ευρωπαϊκό τμήμα του MIT (Media Lab Europe), στην Ιρλανδία. Οταν ερωτήθηκε για τα κριτήρια της επιλογής του, ο καθηγητής απάντησε ότι «οι Ιρλανδοί σέβονται βαθιά την τρέλα και έχουν μια αντικαθεστωτική και χαοτική προσέγγιση στην καινοτομία χωρίς όμοιο». «H Ιρλανδία» κατέληξε «παρέχει το είδος της διανόησης, οικονομίας και διακυβέρνησης που ταιριάζει ιδανικά στη φιλόδοξη διεθνή μας προσπάθεια να μετασχηματίσουμε τους τρόπους σκέψης και δημιουργίας»
            Γνωστός στους αναγνώστες μας και από προηγούμενες επισκέψεις του και ομιλίες στην πατρώα γη, ο Νίκολας Νεγκρεπόντε θα έλθει στην Αθήνα στα μέσα Μαΐου, όπου θα απευθυνθεί ως κύριος ομιλητής στο Παγκόσμιο Συνέδριο Πληροφορικής (19-21 Μαΐου), στο Μέγαρο Μουσικής. Προτού όμως μιλήσει στους χιλιάδες ειδήμονες που θα συρρεύσουν από όλον τον πλανήτη, δέχθηκε με θέρμη να μιλήσει σε εσάς, απαντώντας στα ερωτήματα που του έθεσε «Το Βήμα».
                                  Ο «προφήτης» της Κοινωνίας της Πληροφορίας
- Εδώ και μία δεκαετία, με τα βιβλία και τις ομιλίες σας, προειδοποιείτε τον κόσμο ότι η επανάσταση της πληροφορικής τελείωσε και ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Οπως λέει και η προμετωπίδα του Συνεδρίου WCIT 2004, «Το μέλλον είναι σήμερα», αλλά... είναι εδώ για όλους μας; Εσείς προσωπικά, μαζί με το γιο σας, Δημήτρη, και τον καθηγητή Σέιμουρ Πάπερτ, ξεκινήσατε πρωτοβουλίες για το γεφύρωμα του «ψηφιακού χάσματος» και την εξοικείωση παιδιών από τα φτωχότερα μέρη του πλανήτη με τους υπολογιστές και το Διαδίκτυο. Πόσο αποτελεσματικές αποδεικνύονται αυτές οι πρωτοβουλίες στην εποχή της «παγκοσμιοποιημένης ανησυχίας» που ζούμε;
«H πρόσβαση στο Διαδίκτυο ανθρώπων από τις πιο φτωχές και απομακρυσμένες περιοχές του κόσμου εμποδιζόταν ως σήμερα από το υψηλό κόστος και τη μικρή διαθεσιμότητα υπολογιστών. Ωστόσο η ήδη ραγδαία μείωση του κόστους των τηλεπικοινωνιών και η εξάπλωσή τους θα επιταχυνθεί και άλλο, μέσω της δημιουργικής αξιοποίησης του αδιάθετου φάσματος συχνοτήτων (για παράδειγμα, της ασύρματης διαδικτύωσης υπολογιστή με υπολογιστή - WiFi). Ετσι, το μόνο που χρειάζεται πια ο κόσμος μας είναι να δώσουμε σε κάθε παιδί έναν φορητό υπολογιστή, κατεβάζοντας το κόστος του στα 100 δολάρια μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτός ο στόχος είναι που απορροφά τη δραστηριότητά μου. Οσο για το "φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης"... με έναν τέτοιο βαθμό πρόσβασης τα παιδιά δεν θα το αντιλαμβάνονται ως φαινόμενο περισσότερο απ' ό,τι τον αέρα - γιατί, όπως και το οξυγόνο του αέρα, δεν μας απασχολεί παρά μόνον όταν μας λείπει».
- Ο ιδρυτής της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, έγραψε κάποτε για τον Μιχάλη Δερτούζο (1936-2001): «Υπήρξε ο πρώτος πραγματικός ανθρωπιστής τεχνοκράτης». Με μια τόσο μικρή ιστορία τεχνο-ανθρωπισμού, έχουμε ελπίδες να επικρατήσουν οι πανανθρώπινες αξίες στον «αιώνα των ζωντανών μηχανών» όπου μπήκαμε;
«Το πρώτο βιβλίο που έγραψα ήταν το 1970. Είχε τίτλο "H πρώτη μηχανή που μπορεί να εκτιμήσει τη χειρονομία". Ο υπότιτλός του ήταν "Ανθρωπισμός μέσω των μηχανών". Ο ανθρωπισμός είναι τρόπος θεώρησης, όχι σώμα γνώσης. Τυπικά, άνθρωποι με ευρύ υπόβαθρο έχουν μια ανθρωπιστική προοπτική και μερικοί από αυτούς έχουν - όπως είχε ο Μιχάλης - την ικανότητα να την εκφράζουν. Δεν πρέπει να συγχέουμε τον ανθρωπισμό με τον σκεπτικισμό ή με την όποια μελαγχολία για τη γοργή τεχνολογική πρόοδο».
- Ο καλπασμός των τεχνολογιών και η ζήτηση για τις «εφαρμοσμένες επιστήμες» έχει εγείρει ερωτήματα για το μέλλον των θεωρητικών σπουδών. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος του Πανεπιστημίου στην Κοινωνία της Πληροφορίας;
«Ο επιστημονικός κόσμος είχε συνηθίσει να βλέπει τα θέματα σε μια γραμμική κλίμακα, που πήγαινε από το βασικό στο εφηρμοσμένο. Στην περίπτωση των υπολογιστών, αυτό ξεκίνησε με την επιστήμη των υλικών, πέρασε στα κυκλώματα ημιαγωγών, έπειτα στα αναλογικά και ψηφιακά συστήματα, έπειτα στο λογισμικό... για να φθάσει στο άλλο άκρο, στις εφαρμογές τους. Για κάποιους ακαδημαϊκούς, όσο πλησιάζεις στις εφαρμογές τόσο απομακρύνεσαι από το αντικείμενο των σπουδών. Αυτή η άποψη του κόσμου είναι πεπαλαιωμένη και ανακόλουθη με το σήμερα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια μάς δίδαξαν ότι μπορούμε να κάνουμε "βασική έρευνα στις εφαρμογές". Ακόμη περισσότερο, οι καινοτόμες εφαρμογές μπορούν οι ίδιες να φέρουν τεχνολογική καινοτομία ακόμη και στις πιο θεμελιώδεις επιστήμες. Τα θέματα στα οποία τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να εξειδικεύονται είναι τα "υψηλού κινδύνου", αυτά δηλαδή που δεν μπορούν να χειρισθούν οι βιομηχανίες επειδή η θεωρητική έρευνα δεν είναι επαρκώς προβλέψιμη».
- Το Εργαστήριο Μέσων του MIT θεωρείται υπόδειγμα συνεργασίας ακαδημαϊκού ιδρύματος - βιομηχανιών, καθώς χρηματοδοτείται από περίπου 170 επιχειρήσεις, απ' όλον τον κόσμο. Αντίθετα, η Ευρώπη πασχίζει ακόμη να βρει το μοντέλο οργάνωσης των πανεπιστημίων της για να αντεπεξέλθουν στα αιτήματα της νέας εποχής. Ποια είναι, κατά τη δική σας άποψη, η συνταγή που πρέπει να ακολουθήσουμε;
«Υπάρχουν τρεις αποφάσεις-"κλειδιά" που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα πράγματα για τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια:
1) Κάθε πανεπιστήμιο να έχει ξένους φοιτητές κατά 25%.
2) Ολα τα πανεπιστήμια να μετατραπούν σε πανεπιστήμια έρευνας.
3) H εισαγωγή στα πανεπιστήμια να γίνεται όχι μέσω εξετάσεων αλλά μέσω συνεντεύξεων. 
 Οι βιομηχανίες αποδεικνύονται εξαίρετοι χορηγοί της πανεπιστημιακής έρευνας, καθόσον το τελευταίο που θέλουν οι επιχειρήσεις είναι να κάνουν οι ακαδημαϊκοί καλύτερα αυτό που μπορούν να κάνουν εκείνες. Για να το κατανοήσετε, σκεφθείτε την περίπτωση της Motorola (σ.σ.: ο N. Νεγκρεπόντε είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της): To 2003 η επιχείρηση αυτή ξόδεψε 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια για έρευνα, δηλαδή περίπου 2,5 φορές τον συνολικό προϋπολογισμό του MIT. Οταν η Motorola χρηματοδοτεί το MIT, το κάνει γιατί περιμένει από μας να κάνουμε "τρέλες", να ψάξουμε τα πιο παλαβά πράγματα, να ακολουθήσουμε τις πιο απρόσμενες οπτικές γωνίες. Μας ζητούν να είμαστε διαφορετικοί - όχι σαν αυτούς. Αυτή η πολιτική σπρώχνει την καινοτομία στα άκρα και εναρμονίζεται απόλυτα με τους σκοπούς της προωθημένης μάθησης και σπουδής».
- Παραμένοντας στον ίδιο χώρο, βλέπουμε τελευταία την Ευρωπαϊκή Ενωση να κάνει προσκλητήριο επιστροφής των «μεταναστών επιστημόνων της» για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Το ίδιο κάλεσμα ακούγεται στην Κίνα, στην Ινδία κ.α. Τελικά, η Κοινωνία της Πληροφορίας ευνοεί την υπερεθνική παγκοσμιοποίηση της γνώσης ή μια ανάγκη φυσικής ισορροπίας ωθεί στην ανάπτυξη πόλων γνώσης;
«Ο λόγος που οι επιστήμονες μεταναστεύουν είναι η αναζήτηση καλύτερης προοπτικής. Πολύ συχνά οι άνθρωποι ξεχνούν ότι αυτό περιλαμβάνει την ευκολία με την οποία επιτελείς το έργο σου. Χώρες όπως η Ινδία και, σε κάποιον βαθμό, η Ελλάδα, έχουν τόση γραφειοκρατία που οι άνθρωποι - περιλαμβανομένων των επιστημόνων - ξοδεύουν υπερβολικό χρόνο στην αντιμετώπιση των δυσκολιών που παρεμβάλλουν οι δημόσιες υπηρεσίες. Οπότε, αν μια χώρα θέλει τους επιστήμονές της να γυρίσουν, δεν αρκεί απλά να τους αμείψει καλύτερα ή να επενδύσει στο αίσθημα νοσταλγίας τους για την πατρίδα. Χρειάζεται να ξανασχεδιάσει τις νομικές και επαγγελματικές υποδομές της με ριζοσπαστικό πνεύμα. Αν δεν το κάνει, κανένας επιστήμονας που σέβεται τον εαυτό του δεν θα επιστρέψει προτού μεγαλώσουν τα παιδιά του ή φθάσει στη δύση της καριέρας του!».
- Ας δούμε όμως και το αμιγές τοπίο της πληροφορικής... H διαμάχη που κυριαρχεί - και κρατάει χρόνια - είναι αυτή μεταξύ των «ανοιχτών συστημάτων» και της βασιλείας της Microsoft στο λογισμικό. Εσείς ποιο προβλέπετε ότι είναι το μέλλον του λογισμικού;
«Τα "ανοιχτά συστήματα" αντλούν δυνάμεις και τροφοδοτούνται με καινοτομία από το σύνολο του κόσμου. Οσο μεγάλη ή καλή και να είναι η Microsoft σε αυτά που παράγει, δεν είναι όλος ο κόσμος. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι συχνά βλέπουν τα ανοιχτά συστήματα ως αντίδοτο στην κυριαρχία της Microsoft. Αυτός όμως είναι λανθασμένος τρόπος σκέψης. Τα συστήματα που αναπτύσσονται συνεργατικά και χωρίς πνευματικά δικαιώματα είναι ένα μέσο για να αξιοποιηθούν η φαντασία και η δημιουργικότητα του μεγαλύτερου εφικτού αριθμού ανθρώπων. Μακροπρόθεσμα, τα "ανοιχτά συστήματα" θα επικρατήσουν».
- Οντας κύριος ομιλητής του Παγκόσμιου Συνεδρίου Πληροφορικής, τι το ιδιαίτερο νομίζετε ότι σημαίνει η διοργάνωσή του για τη χώρα μας;
«Για μένα το WCIT 2004 είναι μια ευκαιρία για την Ελλάδα να σταθμίσει τον ρόλο που μπορεί να έχει στο μέλλον. Προς το παρόν η Ελλάδα δεν έχει κάποιον σοβαρό ρόλο στην ανάπτυξη της πληροφορικής. Εκείνος ο ρόλος που εγώ διαβλέπω ότι μπορεί να αναλάβει είναι ενσωματωμένος στη μοναδική γεω-πολιτισμική της ταυτότητα, ως αμφίδρομης πύλης Ανατολής και Δύσης, ριζωμένης στη Μεσόγειο. Οι ρίζες της πληροφορικής στη Δύση και η προδιάθεσή της για το λατινικό πληκτρολόγιο είναι ζητούμενο πλέον να αντικατασταθούν από έναν πιο παγκόσμιο, πολυγλωσσικό και πολυγραφικό - πολυπολιτισμικό τελικά - τόνο. Ενόσω μια τέτοια μετάλλαξη δεν είναι με κανέναν τρόπο θρησκευτικού χαρακτήρα, είναι δύσκολο να μη δει κανείς ότι οι ακτές της Μεσογείου κατοικούνται από μουσουλμάνους, εβραίους, καθολικούς και ορθοδόξους. H Ελλάδα θα μπορούσε να παίξει το χαρτί της ως λίκνο της δημοκρατίας για να γίνει ο χώρος ή ο παίκτης που θα "παγκοσμιοποιήσει" την πληροφορική, με τη βαθύτερη έννοια του όρου».
                                                                                                  Το ΒΗΜΑ, 02/05/2004 , Σελ.: H01
                                                                                                    Κωδικός άρθρου: B14153H011
                                                                                                                      ID: 26260

 

Το "δικτυωμένο σχολείο" και η ανάγνωση στο διαδίκτυο

                                                                                      του Γιώργου  Μαυρογιώργου

Συνήθως οι πολιτικές μαζικής εισαγωγής των νέων τεχνολογιών εξαντλούνται σε ζητήματα υποδομής, άσκησης στη χρήση τους και σε θέματα τεχνικής υποστήριξης. Αυτό, όμως που χρειαζόμαστε, κατά προτεραιότητα, να μαθαίνουμε στο σχολείο δεν είναι πώς να χρησιμοποιούμε τις τεχνολογίες όσο να κατανοούμε τις αλλαγές που συντελούνται: οι νέες τεχνολογίες ως αντικείμενο μελέτης και όχι ως εργαλεία χρήσης . Το ζήτημα δεν είναι απλώς αν οι μαθητές/τριες μπορούν να υιοθετούν προσωπικό ρυθμό μάθησης με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, αλλά κυρίως πώς αλλάζουν οι αντιλήψεις για το μαθητή, για το σχολείο, τη γνώση κ.α., και ποιο είναι το νέο περιεχόμενό τους.

Οι ΤΠΕ στην εκπαίδευση προϋποθέτουν τη μετατροπή της γνώσης σε πληροφορία και την προσφορά της σε «πακέτα» που μπορούν με ευχέρεια να μεταφερθούν ή να αποθηκευθούν. Κεντρική θέση σε όλη αυτή την υπόθεση έχει το υπέρ-κείμενο και η «υπερ-ανάγνωση».

Το Υπέρ-κείμενο είναι ένα πληροφοριακό περιβάλλον στο οποίο επιμέρους πληροφορίες συνδέονται μεταξύ τους. Είναι ένα σύστημα οργάνωσης πληροφοριών που μπορούν να συνυπάρχουν με την ενεργοποίηση συνδέσμων, συνδέσεων και κόμβων. Και, βέβαια, δεν είναι απλώς ένα διαφορετικό εργαλείο οργάνωσης της πληροφορίας. Η δομή του επηρεάζει και το είδος πληροφοριών που οργανώνει και το είδος ανάγνωσης που μπορεί κανείς να κάνει. Αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη γνώση. Επειδή η γνώση προσαρμόζεται για μια συγκεκριμένη οργάνωση πληροφοριών, οποιαδήποτε νέα μορφή οργάνωσης παραπέμπει σε άλλες μορφές και ορισμούς γνώσης. Στο βαθμό, βέβαια, που το υπέρ-κείμενο εμπεριέχει τη δυνατότητα και να επιβάλλει μοτίβα οργάνωσης πληροφοριών και να διευκολύνει το χρήση, ώστε να διαμορφώνει νέα εναλλακτικά μοτίβα οργάνωσης, το υπέρ-κείμενο αμφισβητεί την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στην πρόσβαση και στην παραγωγή νέας γνώσης. Υπάρχει έτσι κι’ αλλιώς σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη δομή ενός κειμένου / υπέρ-κειμένου και στις στρατηγικές που προκαλεί για ανάγνωση.

Το υπέρ-κείμενο, πέρα από την οργανωτική του μορφή, έχει και περιεχόμενο. Είναι σημαντικό να ανιχνεύουμε κάθε φορά ποιο είναι το περιεχόμενο που περιλαμβάνεται σε ένα υπέρ-κείμενικό σύστημα και ποιο αποκλείεται. Τα υπέρ-κείμενα μπορούν να αποβούν μια απελευθερωτική καινοτομία ή ένα ισχυρό εργαλείο ιδεολογικής ηγεμονίας, χειραγώγησης και ελέγχου. Το υπέρ-κείμενο λόγω της περιπλοκότητάς του, της συνολικότητάς του και της πολυμέρειάς του αποκρύπτει αποτελεσματικότερα τις αποσιωπήσεις και τους αποκλεισμούς. Οι σχεδιαστές των υπέρ-κειμένων είναι σε θέση να ελέγχουν το περιεχόμενο και την πρόσβαση στην πληροφορία με τρόπους που είναι δυνάμει λιγότερο δημοκρατικοί και περισσότερο λογοκριτικοί και ηγεμονικοί απ’ όσο είναι τώρα πιθανό με απλούστερα συστήματα πληροφόρησης.

Η γνώση για να γίνει ψηφιακή-υπερμεσική υφίσταται σημαντικές αλλοιώσεις. Αυτές οι αλλοιώσεις με τη μορφή εικόνων και κατακερματισμένων πληροφοριών παρεμβαίνουν ανάμεσα στους μαθητές χρήστες του διαδυκτίου και την κοινωνική πραγματικότητα και προβάλλουν μια φορμαλιστική εκδοχή της. Αυτό δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη καταναλωτικών μορφών συμπεριφοράς μπροστά στη γνώση. Ο καταναλωτικός προσανατολισμός σε συνδυασμό με τη φιλικότητα προς το χρήση μπορεί να μετατρέψει τον Ιστό σε εφιαλτικό εργαλείο για χειραγώγηση.

Κι εδώ η συνάρθρωση της φιλολογίας για την «κοινωνία της γνώσης» και την «κοινωνία της πληροφορίας» έρχεται να ισχυροποιήσει την προώθηση αυτής της αντίληψης. Η πληροφορία προβάλλεται ως γνώση. Μια και το αντικείμενο των νέων τεχνολογιών είναι η «πληροφορία», δηλαδή η παραγωγή, η οργάνωσή της και η διάχυση της, οι όποιες αλλαγές σ’ αυτά συνεπιφέρουν αλλαγές στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι κατανοούν αυτά που μπορούν να κάνουν, αυτά που θέλουν να κάνουν, και αυτά που νομίζουν ότι χρειάζονται να κάνουν. Η πανηγυρική αποδοχή της «κοινωνίας της πληροφορίας» δε βοηθάει στην κατανόηση των νέων ζητημάτων ελέγχου της. Η τυπογραφία, βέβαια, είχε συνδεθεί την εποχή της πρώτης ανάπτυξής της με την έκρηξη της πληροφορίας. Ωστόσο, υπήρχαν θεσμοί, όπως το σχολείο και η οικογένεια, που λειτουργούσαν ως μηχανισμοί ελέγχου των πληροφοριών.

Σήμερα, η πληροφόρηση μας κατακλύζει ή είναι διαθέσιμη για «ανάκληση». Μήπως όμως έχει αποσυνδεθεί η πληροφόρηση από το νόημα, το σκοπό και τη θεωρία, με αποτέλεσμα να καθίσταται μάλλον πηγή σύγχυσης παρά προϋπόθεση ενημέρωσης και κατανόησης; Η πλημμυρίδα της πληροφορίας εξαντλεί την απορροφητική μας ικανότητα, τη συγκέντρωση της προσοχής και τα όρια της διαύγειάς μας και μας συνθλίβει κάτω από το φορτίο μιας «εγκυκλοπαίδειας του στιγμαίου» σε μια υπόθεση υπερπληροφόρησης.

Σε αυτό το νέο πεδίο των ηλεκτρονικών εκπαιδευτικών δικτύων, της νέας δημόσιας σφαίρας, της «διαδικτυακής μανίας» του κυβερνοχώρου, το ερώτημα είναι αν μπορούν να αναπτυχθούν νέοι τρόποι πρόσληψης, κριτικού τεχνολογικού εναλφαβητισμού και κριτικής υπέρ-ανάγνωσης ώστε να αποκαθηλωθούν και τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της «κοινωνίας της γνώσης». Είμαστε σε ένα σταυροδρόμι, όπου η τεχνολογία προσφέρει από τη μια τα μέσα για τη διεύρυνση της πρόσβασης στην ανάγνωση και από την άλλη τη δυνατότητα να ευνοήσει ένα είδος ηγεμονικού συγκεντρωτισμού.

Θα χρειασθεί να εξετάζουμε τα κοινωνικά, πολιτικά, επιστημολογικά και ιδεολογικά ζητήματα που θέτει η ανάπτυξη και διείσδυση της τεχνολογίας στη διδασκαλία και στη μάθηση. Το υπέρ-κείμενο προσφέρει τη δυνατότητα για εκπαιδευτικές παρεμβάσεις κριτικής υπερ-ανάγνωσης. Αλλά, εάν η οικεία πράξη της συμβατικής ανάγνωσης έχει συνδεθεί με υψηλά ποσοστά λειτουργικού αναλφαβητισμού σε βάρος των μη προνομιούχων κοινωνικά στρωμάτων, η υπέρ-ανάγνωση ως πράξη πρόσβασης στο διαδίκτυο πώς να μην επιτείνει την κοινωνική ανισότητα με την κατασκευή νέων μορφών αναλφαβητισμού;

Η ανάγνωση ως πράξη προσδιορίζεται από το πλαίσιο και τις κοινωνικές σχέσεις μέσα από τις οποίες αναπτύσσεται. Σημαντικές αλλαγές σ΄ αυτές τις σχέσεις συνδέονται με αλλαγές στην πράξη της ανάγνωσης. Η πράξη της ανάγνωσης σε ένα Η/Υ δεν είναι ίδια με την ανάγνωση βιβλίου: η ταχύτητα, οι παύσεις, η συγκέντρωση, η εμβάθυνση, το πήγαινε-έλα, η επανάληψη κ.α είναι διαφορετικά και αυτές οι διαφορές επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε, ερμηνεύουμε και απομνημονεύουμε αυτά που διαβάζουμε. Βέβαια, μπορούμε να εντοπίζουμε και πτυχές ομοιότητας στην πράξη της ανάγνωσης στη μια και στην άλλη μορφή. Το ερώτημα, επομένως είναι να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους η οικεία πράξη της ανάγνωσης συνδέεται με την ανάγνωση στο διαδίκτυο που μπορούμε να την ονομάσουμε υπέρ-ανάγνωση (hyperreading) ή δια-ανάγνωση. Ο όγκος της πληροφόρησης στην οποία υπάρχει πρόσβαση, η ταχύτητα πρόσβασης, η δομή του διαδικτύου που είναι μια σειρά διασυνδεμένων κειμένων ανάμεσα στα οποία κινείται κανείς κάνοντας κλικ σε ένα link-σύνδεσμο, δεν είναι ίδια όπως σε ένα συμβατικό έντυπο κείμενο.

Οι σύνδεσμοι υποδηλώνουν επιλογές, αποκαλύπτουν παραδοχές και έχουν επιπτώσεις στο είδος κατανόησης και πρόσληψης των κειμένων. Η αξιολογική επιλογή των συνδέσμων είναι, επομένως, μια κρίσιμη διαδικασία για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου κριτικού προσανατολισμού στην υπέρ-ανάγνωση. Δεν είναι απλώς να τους ακολουθείς, αλλά να ερμηνεύεις και να κρίνεις την καταλληλότητά τους.

Φαίνεται, πάντως, ότι η υπερ-ανάγνωση στο διαδίκτυο θα κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στην υπόθεση του «δικτυωμένου σχολείου». Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το «δικτυωμένο σχολείο», στο όνομα της συνεργασίας και επικοινωνίας, εμπλέκεται σε δίκτυα αρχών και διαδικασιών που κυριαρχούν στην οικονομία της αγοράς. Τα εκπαιδευτικά «δίκτυα» με την ανάδειξη νέων εξουσιαστικών μηχανισμών, την άμβλυνση των εσωτερικών ανταγωνιστικών σχέσεων, την προώθηση κριτηρίων αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, την καθιέρωση νέων ιεραρχήσεων και με τη διάδοση «καλλών πρακτικών» είναι το όχημα για αποτελεσματικότερη προώθηση της εναρμόνισης στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής ανασυγκρότησης. Μήπως το σύνολο αυτών των αντιφάσεων και των εξελίξεων διαμορφώνουν το πεδίο για νέα κοινωνική δυναμική με σκοπό την υπέρβασή τους;
 
                                                                                        23.05.05
                                                                             gmavrog@cc.uoi.gr


                                                                                               Δημοσιεύθηκε στο www.e-paideia.net  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου